- προσγελώ
- -άω, Α1. χαμογελώ φιλικά σε κάποιον2. γελώ με κάποιον3. μτφ. ευφραίνω, τέρπω («ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσγελῶ — προσγελάω smile at pres imperat mp 2nd sg προσγελάω smile at pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προσγελάω smile at pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προσγελάω smile at pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προσγελάω smile at… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
προσεγγελώ — άω, Α περιγελώ, εμπαίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. αντί προσγελῶ] … Dictionary of Greek